Τι είναι η ινσουλίνη και πώς βοηθάει στον διαβήτη;
Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που βοηθάει τον οργανισμό μας να διαχειρίζεται τη γλυκόζη που προσλαμβάνουμε με τις τροφές. Φυσιολογικά, παράγεται από ένα ενδοκρινικό όργανο που βρίσκεται βαθιά στην κοιλιά μας και ονομάζεται πάγκρεας.
Στα παιδιά με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (ΣΔτ1) ωστόσο, το πάγκρεας παράγει ελάχιστη ή καθόλου ινσουλίνη με αποτέλεσμα τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα να ανεβαίνουν επικίνδυνα. Πριν την ανακάλυψη της ινσουλίνης και τον προσδιορισμό της δράσης της, τα παιδιά με διαβήτη πέθαιναν σε μικρό χρονικό διάστημα αφού προηγουμένως είχαν χάσει το μεγαλύτερο μέρος του βάρους τους. Πλέον, η χορήγηση ινσουλίνης εξωγενώς στα παιδιά αυτά έχει λύσει το πρόβλημα σε μεγάλο βαθμό, καθώς ουσιαστικά υποκαθιστούμε τη δουλειά του παγκρέατος.
Υπάρχουν διάφορα είδη τεχνητής ινσουλίνης. Κάποιες ινσουλίνες έχουν το χαρακτηριστικό ότι δρουν άμεσα και για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ άλλες ξεκινούν να δρουν πιο καθυστερημένα κι έχουν μεγαλύτερη διάρκεια δράσης. Ένα παιδί που πάσχει από διαβήτη, χρειάζεται να παίρνει συνδυασμό ινσουλινών, αρκετές φορές μέσα στην ημέρα. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η καλύτερη δυνατή ρύθμιση του σακχάρου τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και της νύχτας.
Πόσο συχνά και σε τι ποσότητα θα πρέπει το παιδί με ΣΔτ1 να παίρνει ινσουλίνη;
Η συχνότητα, το είδος και οι μονάδες (ποσότητα) της ινσουλίνης που θα χρησιμοποιεί το παιδί που πάσχει από ΣΔτ1 εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το θεραπευτικό πρόγραμμα που θα ακολουθηθεί σε συνεργασία με τον ειδικό γιατρό.
Κάποιες δόσεις της ημέρας είναι συγκεκριμένες και καθορίζονται από το γιατρό. Κάποιες άλλες δόσεις ωστόσο, θα πρέπει να υπολογίζονται από το γονιό ή το παιδί/έφηβο αφού ληφθούν υπόψη διάφορες παράμετροι, όπως είναι:
- Τι πρόκειται να φάει το παιδί στο επόμενο γεύμα
- Τι διάρκειας κι έντασης σωματική άσκηση σκοπεύει να κάνει
- Ποια είναι τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα του τη δεδομένη χρονική στιγμή
Υπάρχουν και κάποιες επιπλέον καταστάσεις που μπορεί να επηρεάσουν την ποσότητα ή το είδος της ινσουλίνης που θα χορηγηθεί. Για παράδειγμα:
- Αν το παιδί αρρωστήσει, ή χρειαστεί να κάνει κάποια χειρουργική επέμβαση
- Αν το παιδί ταξιδέψει ή αλλάξουν οι καθημερινές του συνήθειες
- Καθώς το παιδί μεγαλώνει και αυξάνεται το βάρος του
- Αν τύχει να συμμετέχει σε δραστηριότητες όπως έντονα σπορ ή κατασκηνώσεις
Ο γιατρός σας θα σας ενημερώσει σχετικά με το πώς θα προσαρμόσετε το είδος και την ποσότητα της ινσουλίνης όταν προκύπτουν τέτοιες ανάγκες.
Με ποιον τρόπο χορηγείται η ινσουλίνη;
Η ινσουλίνη τα τελευταία χρόνια δίνεται με τη μορφή υποδόριας ένεσης με τη χρήση ειδικής 'πένας' ή 'στυλό' ινσουλίνης. Όταν το παιδί είναι μικρό τις σχετικές ενέσεις τις κάνει ο γονιός. Σταδιακά, και καθώς το παιδί γίνεται πιο έμπειρο και ώριμο, μπορεί να εκπαιδευτεί ώστε να τις κάνει μόνο του στον εαυτό του.
Ο ειδικός γιατρός θα σας ενημερώσει και θα σας εκπαιδεύσει για το πώς πρέπει να γίνονται σωστά οι ενέσεις ινσουλίνης. Κάποιες βασικές οδηγίες είναι οι παρακάτω:
- Ρυθμίζεται η πένα ινσουλίνης στις κατάλληλες μονάδες
- Γίνεται επιλογή του σημείου στο οποίο θα γίνει η ένεση. Τα σημεία αυτά είναι διάφορα στο σώμα και το καλύτερο είναι να εναλλάσσονται, ώστε να αποφεύγεται πιθανή κακή απορρόφηση της ινσουλίνης
- Καθαρίζεται η περιοχή με λίγο βαμβάκι και οινόπνευμα
- Στη συνέχεια πιάνετε με το δείκτη και τον αντίχειρα μια μικρή ποσότητα δέρματος και αποφασιστικά και γρήγορα εισάγετε τη βελόνη
- Πιέζετε το έμβολο της πένας μέχρι κάτω και μετράτε μέχρι το 5
- Αφήνετε το δέρμα και αφαιρείτε τη βελόνη
Η ινσουλίνη, μπορεί να δίνεται και με άλλους τρόπους όπως για παράδειγμα με χρήση της αντλίας ινσουλίνης. Πρόκειται για ένα μηχανισμό που διοχετεύει ινσουλίνη στον οργανισμό μέσω μιας πολύ λεπτής βελόνης που βρίσκεται κάτω από το δέρμα. Οι αντλίες αυτές λειτουργούν δίνοντας μικρές ποσότητες ινσουλίνης ταχείας δράσης κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, πριν τα γεύματα και τα σνακς. Επιπλέον, ο χρήστης μπορεί να χρησιμοποιήσει την αντλία ανάλογα με τις ανάγκες ώστε να δώσει επιπλέον ποσότητα ινσουλίνης, το λεγόμενο bolus γεύματος.
Πώς ρυθμίζεται η ποσότητα ινσουλίνης που χρειάζεται το κάθε παιδί;
Το πάγκρεας ενός φυσιολογικού ατόμου ελέγχει συνεχώς τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και ανάλογα προσαρμόζει την παραγωγή ποσοτήτων ινσουλίνης ώστε να διατηρούνται τα επίπεδα αυτά μέσα σε συγκεκριμένα όρια. Αντίστοιχα και στο παιδί με ΣΔτ1, για να γνωρίζουμε αν παίρνει την κατάλληλη ποσότητα και το σωστό είδος ινσουλίνης, πρέπει να γίνεται τακτική μέτρηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα του και σωστή εκτίμηση των αποτελεσμάτων.
Ο έλεγχος των επιπέδων σακχάρου στο αίμα του παιδιού, πέρα από την εκτίμηση της γλυκόζης καθαυτής, μπορεί να βοηθήσει στον καλύτερο προγραμματισμό και της επόμενης δόσης ινσουλίνης. Αν το παιδί παίρνει μεγάλες ποσότητες ινσουλίνης, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα του θα είναι χαμηλά και μπορεί να εμφανίζει συχνά τα τυπικά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της νόσου. Αντίστροφα, ανεπαρκείς ποσότητες ινσουλίνης θα έχουν σαν αποτέλεσμα υψηλά επίπεδα σακχάρου, τη λεγόμενη υπεργλυκαιμία. Τόσο η υπογλυκαιμία όσο και η υπεργλυκαιμία έχουν σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία του παιδιού και θα πρέπει να αποφεύγονται.
Η μέτρηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα γίνεται με το λεγόμενο γλυκοζόμετρο, στη σωστή χρήση του οποίου θα σας εκπαιδεύσει ο γιατρός. Συνήθως απαιτούνται 4 ή περισσότερες μετρήσεις την ημέρα, ώστε να έχουμε τον καλύτερη δυνατή ρύθμιση του διαβήτη. Η λειτουργία του γλυκοζόμετρου στηρίζεται στη λήψη ελάχιστης ποσότητας αίματος από το δάκτυλο ή άλλο σημείο του σώματος, με το οποίο γίνεται προσδιορισμός των επιπέδων γλυκόζης.
Εναλλακτικά, η γλυκόζη στο αίμα μπορεί να μετριέται τακτικά με το λεγόμενο σύστημα συνεχούς καταγραφής γλυκόζης. Το σύστημα αυτό ελέγχει τη γλυκόζη κάθε λίγα λεπτά, μέσω ενός πολύ μικρού αισθητήρα που τοποθετείται κάτω από το δέρμα. Δεν είναι μακριά η στιγμή που αυτό το σύστημα της συνεχούς καταγραφής γλυκόζης και η αντλία γλυκόζης που αναφέρθηκε παραπάνω θα ενωθούν σε ένα ακριβές, εύχρηστο και φθηνό κλειστό κύκλωμα (ήδη υπάρχουν τέτοια κλειστά κυκλώματα σε δοκιμασία) οπότε ο ασθενής ουσιστικά θα ελέγχει το νόσημά του αυτόματα με τη βοήθεια ενός "τεχνητού παγκρέατος".
Αναστάσιος Σέρμπης, MD, PhD
Τελευταία ενημέρωση: Μάιος 2018