Συγγενές εξάρθρημα (αναπτυξιακή δυσπλασία) του ισχίου
Το κάθε μηριαίο οστό του ανθρώπου ενώνεται με τη λεκάνη στη λεγόμενη άρθρωση του ισχίου. Σ' αυτήν, η κεφαλή του μηριαίου οστού (που έχει τη μορφή σφαίρας) ενώνεται με την κοτύλη, δηλαδή το τμήμα της λεκάνης που είναι σαν μια ειδική εσοχή (λακκούβα) για να δεχτεί την κεφαλή του μηριαίου. Φυσιολογικά μέχρι το τέλος του πρώτου μήνα στα περισσότερα νεογνά η άρθρωση του ισχίου έχει σχηματιστεί τόσο ώστε να διατηρείται η κεφαλή των μηριαίων σε σταθερή θέση μέσα στην κοτύλη (βλ. εικόνα).
Σε ορισμένα νεογνά ωστόσο, η άρθρωση του ισχίου δεν είναι καλά σχηματισμένη (για παράδειγμα η κοτύλη δεν έχει επαρκές μέγεθος) οπότε η κεφαλή του μηριαίου μπαινοβγαίνει μέσα στην άρθρωση. Η λέξη εξάρθρημα αναφέρεται ακριβώς σε αυτό, στο ότι δηλαδή η κεφαλή του μηριαίου δεν έχει σταθερή θέση μέσα στην κοτύλη και μπορεί να σταθεροποιηθεί σε λάθος θέση.
Με τι κλινική εικόνα εμφανίζεται το συγγενές εξάρθρημα του ισχίου;
Συνήθως η νόσος αυτή δεν προκαλεί σημεία ή συμπτώματα στα νεογνά. Για το λόγο αυτό υπάρχουν κάποιες προληπτικές μέθοδοι και τεχνικές που εφαρμόζονται από όλους τους παιδιάτρους προκειμένου να μη διαφύγει καμία περίπτωση μωρού με σοβαρή αναπτυξιακή δυσπλασία του ισχίου. Οι τεχνικές αυτές εφαρμόζονται προληπτικά σε κάθε επίσκεψη του μωρού στον παιδίατρο και αν διαγνωστεί κάποιο πρόβλημα, το βρέφος παραπέμπεται για έλεγχο με υπερηχογράφημα ισχίων.
Σε περίπτωση που το παιδί μεγαλώσει χωρίς να διαγνωστεί το πρόβλημα έγκαιρα και το μηριαίο οστό σταθεροποιηθεί σε λάθος θέση, προκύπτει η λεγόμενη ανισοσκελία, δηλαδή το ένα πόδι είναι πιο μακρύ από το άλλο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το άτομο να έχει το λεγόμενο βάδισμα της χήνας, δηλαδή ένα βάδισμα σαν να κουτσαίνει καθώς τα δύο πόδια του δεν έχουν το ίδιο μήκος.
Υπάρχει κάποιος τρόπος να διαγνωστεί έγκαιρα η αναπτυξιακή δυσπλασία του ισχίου;
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο παιδίατρός σας σε κάθε επίσκεψη ελέγχει τα ισχία του μωρού προκειμένου να διαπιστώσει αν υπάρχει πιθανότητα αναπτυξιακής δυσπλασίας. Επίσης συγκρίνει τις δερματικές πτυχές και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των δύο κάτω άκρων προκειμένου έμμεσα να σχηματίσει μια συνολική εικόνα των δύο κατ’ ισχίων αρθρώσεων.
Στην περίπτωση που κάποιο από τα χαρακτηριστικά αυτά ανησυχήσουν τον παιδίατρο, θα προτείνει τη διενέργεια ενός υπερήχου ισχίων. Η εξέταση αυτή συνήθως γίνεται μετά την ολοκλήρωση των πρώτων 2-4 εβδομάδων ζωής του μωρού γιατί σ' αυτό το πρώτο διάστημα είναι φυσιολογικό τα νεογνά να μην έχουν μεγάλη ευστάθεια στις αρθρώσεις τους.
Ο υπέρηχος (που πρέπει να γίνει από ακτινολόγο εξοικειωμένο με τη νόσο) θα προσδιορίσει όχι μόνο την παρουσία ή απουσία δυσπλασίας, αλλά και το βαθμό του προβλήματος καθώς θα κατατάξει τη δυσπλασία σε έναν από τους 4 βαθμούς στους οποίους κατατάσσεται (με σταδιακά αυξανόμενη σοβαρότητα από τον 1ο στον 4ο βαθμό).
Τι πρέπει να κάνω αν το μωρό μου διαγνωστεί με συγγενές εξάρθρημα ισχίου;
Σε περίπτωση ήπιας ή μέτριας αναπτυξιακής δυσπλασίας είναι σημαντικό να υπάρχει τακτική υπερηχογραφική παρακολούθηση του βρέφους ώστε ο παιδίατρος να παρακολουθεί από κοντά την εξέλιξη του προβλήματος.
Επιπλέον, η μητέρα πρέπει να κρατάει για αρκετό διάστημα μέσα στην ημέρα το μωρό της στο πλάι του κορμού της με τα πόδια του ανοιχτά όπως κρατούν οι μάνες τα παιδιά τους στην Αφρική. Σ' αυτό μπορεί να βοηθήσει και η χρήση ενός μάρσιπου. Ο παιδίατρός σας μπορεί να σας κατευθύνει κατάλληλα για τη σωστή θέση του παιδιού σας στην αγκαλιά και για τη χρήση του μάρσιπου.
Μέχρι πρότινος οι περισσότεροι παιδίατροι πρότειναν τη χρήση διπλής πάνας προκειμένου να σταθεροποιηθεί το ισχίο στην κατάλληλη θέση. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχει φανεί ότι η μέθοδος αυτή όχι μόνο δε βοηθάει αλλά αντίθετα μπορεί να σταθεροποιήσει το ισχίο σε λάθος θέση, οπότε τείνει να εγκαταλειφθεί.
Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις θα απαιτηθεί η χρήση ενός κατάλληλου κηδεμόνα (κηδεμόνας Pavlik) που σταθεροποιεί τα ισχία στην κατάλληλη θέση. Ο κηδεμόνας αυτός τοποθετείται από εξειδικευμένο ορθοπεδικό και συνήθως διατηρείται για 2–3 μήνες ώστε να έχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Πώς θεραπεύεται η αναπτυξιακή δυσπλασία, αν διαγνωσθεί καθυστερημένα;
Η θεραπεία της σοβαρής αναπτυξιακής δυσπλασίας για βρέφη μεγαλύτερα των 6 μηνών συνήθως απαιτεί χειρουργική διόρθωση ώστε να τοποθετηθεί το πάσχον ισχίο στην κατάλληλη θέση. Στη συνέχεια το παιδί μπορεί να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει γύψο για 3-4 μήνες ώστε το ισχίο να πάρει την τελική του μορφή.
Σημειώνεται ότι μετά τους 6 μήνες που έχουν οστεοποιηθεί οι πυρήνες οστέωσης του ισχίου και της λεκάνης, ο υπέρηχος δεν μπορεί να μας βοηθήσει διαγνωστικά και πρέπει να γίνεται έλεγχος με ακτινογραφία λεκάνης.
Θα επηρεαστεί μακροπρόθεσμα η υγεία του παιδιού μου;
Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και κυρίως από το πόσο σοβαρή ήταν η νόσος όταν έγινε η διάγνωση και πόσο έγκαιρα και έγκυρα διαγνώστηκε. Τα περισσότερα βρέφη εμφανίζουν ήπιου βαθμού αναπτυξιακή δυσπλασία κι εφόσον η νόσος διαγνωστεί νωρίς και γίνουν οι κατάλληλες παρεμβάσεις, δε θα έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα στη μετέπειτα ζωή τους.
Τα βρέφη στα οποία δε θα γίνει έγκαιρα η διάγνωση διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης οστεοαρθρίτιδας λόγω της ανισοσκελίας που θα προκύψει, δηλαδή λόγω της διαφοράς στο μήκος των ποδιών τους. Για τον ίδιο λόγο, είναι πιθανό να εμφανίσουν και διαταραχές στη βάδιση στην ενήλικη ζωή (το λεγόμενο βάδισμα της χήνας).
Αναστάσιος Σέρμπης, MD, PhD
Τελευταία ενημέρωση: Ιούλιος 2017