headerlogo22

Υποθυρεοειδισμός της εγκύου και επιδράσεις στο έμβρυο

Ο θυρεοειδής αδένας έχει σχήμα πεταλούδας (ή θυρεού εξ ου και το όνομά του), βάρος στον ενήλικο περίπου 30 γραμμάρια και βρίσκεται στη μέση του λαιμού, κάτω από το θυρεοειδικό χόνδρο του λάρυγγα (το λεγόμενο μήλο του Αδάμ). Παράγει τις θυρεοειδικές ορμόνες Τ3 και Τ4 οι οποίες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο σε ποικίλες λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος: από την ωρίμανση του νευρικού συστήματος, τη ρύθμιση του μεταβολισμού και το βάρος, μέχρι την αύξηση του ύψους, την ωρίμανση του σκελετού, την έμμηνο ρύση της γυναίκας και τη σύλληψη και τη φυσιολογική εξέλιξη της εγκυμοσύνης. Η παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών ελέγχεται με ακρίβεια από την υπόφυση (οργανίδιο που βρίσκεται στο κέντρο του εγκεφάλου) η οποία εκκρίνει για το σκοπό αυτό την ορμόνη TSH.

Οι θυρεοειδικές ορμόνες Τ3 και Τ4 είναι απαραίτητες ήδη από την ενδομήτρια ζωή. Κατά τις πρώτες 10-12 εβδομάδες της εγκυμοσύνης, το σύστημα υποθάλαμος-υπόφυση-θυρεοειδής του εμβρύου είναι ανώριμο κι επομένως από μόνο του δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του σε θυρεοειδικές ορμόνες. Για να παρακάμψει αυτό το πρόβλημα η φύση έχει εφεύρει έναν ευφυέστατο τρόπο να καλύπτει τις ανάγκες του εμβρύου –στα αρχικά στάδια τουλάχιστον- αξιοποιώντας τις θυρεοειδικές ορμόνες της εγκύου.

Το έμβρυο λοιπόν, κατά το πρώτο 1/3 της εγκυμοσύνης στηρίζεται κυρίως στο θυρεοειδή αδένα της μητέρας του για να καλύψει τις ανάγκες του. Αν επιπλέον λάβουμε υπόψη ότι στη δυάδα έγκυος-έμβρυο παρεμβάλλεται και ο πλακούντας που είναι υπεύθυνος για τη μεταφορά των θυρεοειδικών ορμονών και του απαραίτητου ιωδίου, καταλαβαίνουμε πόσο λεπτή είναι η συγκεκριμένη ισορροπία στην εγκυμοσύνη και πόσο εύκολα μπορεί να διαταραχτεί επηρεάζοντας την έγκυο και το αναπτυσσόμενο έμβρυο.

Υποθυρεοειδισμός της εγκύου

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι θυρεοειδικές ορμόνες (και ιδιαίτερα η Τ3) είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου και παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη και την ωρίμανση των διαφόρων λειτουργιών του νευρικού του συστήματος.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το έμβρυο στηρίζεται στη θυρεοειδική λειτουργία της μητέρας του για να πετύχει επαρκή ωρίμανση του νευρικού του συστήματος, κυρίως κατά το πρώτο μισό της ενδομήτριας ζωής. Επομένως, αν η έγκυος πάσχει από υποθυρεοειδισμό (δηλαδή από ανεπαρκή παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών), αυτό μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εξέλιξη και ωρίμανση του νευρικού συστήματος του εμβρύου.

Ο υποθυρεοειδισμός είναι αρκετός συχνός σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας: περίπου 0,3-0,5% των εγκύων εμφανίζουν κλινικό και 2-3% υποκλινικό υποθυρεοειδισμό. Η συχνότερη αιτία υποθυρεοειδισμού είναι η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα. Αντιθυρεοειδικά αντισώματα ανευρίσκονται σε 5-15% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι πάσχουν από υποθυρεοειδισμό.

Κατά την κύηση συμπτώματα και σημεία που θέτουν την υποψία υποθυρεοειδισμού είναι η ευαισθησία στο κρύο και το ξερό δέρμα ενώ άλλα, όπως η αύξηση του βάρους σώματος, η εύκολη κόπωση και η δυσκοιλιότητα ξεφεύγουν της προσοχής καθώς εύκολα μπορούν να αποδοθούν στην εγκυμοσύνη καθαυτή. Επιπλέον, πολλές γυναίκες είναι ασυμπτωματικές οπότε απαιτείται ευαισθητοποίηση από το γυναικολόγο στις διαταραχές του θυρεοειδούς ώστε η διάγνωση να τεθεί έγκαιρα και αν είναι δυνατόν πριν τη σύλληψη.

Η διάγνωση της νόσου γίνεται όπως και στις μη εγκύους δηλαδή με τον προσδιορισμό των ορμονών fT4 και TSH ενώ τα αντιθυρεοειδικά αντισώματα δείχνουν αν πρόκειται για αυτοάνοσο ή όχι υποθυρεοειδισμό. Λόγω των μεταβολών που επέρχονται στην θυρεοειδική λειτουργία της εγκύου, τα φυσιολογικά επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών διαφέρουν κατά την κύηση και ο στόχος είναι η TSH να είναι κάτω από 2.5 mΙU/L κατά το πρώτο και κάτω από 3 mIU/L κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Αν μία γυναίκα πάσχει από υποθυρεοειδισμό πριν μείνει έγκυος, συνήθως απαιτείται αύξηση της δόσης της Τ4 κατά 30-50% προκειμένου να διατηρηθεί η TSH στα επιθυμητά επίπεδα. Την ευθύνη της παρακολούθησης την έχει ο γυναικολόγος σε συνεργασία με τον ενδοκρινολόγο ενηλίκων.

Ο μη θεραπευθείς μητρικός υποθυρεοειδισμός συνδέεται με επιπλοκές της κύησης αλλά και του νεογνού όπως προεκλαμψία, αυξημένο κίνδυνο αυτόματων αποβολών, χαμηλό βάρος γέννησης, προωρότητα, αυξημένη περιγεννητική θνησιμότητα καθώς και επηρεασμένη νοητική λειτουργία στην παιδική ηλικία. Αντίθετα ο θεραπευθείς υποθυρεοειδισμός δε σχετίζεται με ανεπιθύμητες επιδράσεις στο νεογνό αλλά πιθανά οι έγκυοι γυναίκες να συνεχίσουν να έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης προεκλαμψίας.

Όταν συνυπάρχουν υποθυρεοειδισμός τόσο της μητέρας όσο και του εμβρύου (όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε περιοχές με σοβαρή έλλειψη ιωδίου), προκύπτει ο λεγόμενος ενδημικός κρετινισμός. Τα παιδιά με ενδημικό κρετινισμό έχουν σοβαρή νοητική υστέρηση, σπαστική διπληγία, δυσκαμψία, κώφωση και άλλες νευρολογικές διαταραχές. Σε μεμονωμένες περιοχές του κόσμου αφορά στο 2-10% του πληθυσμού και θεωρείται παγκοσμίως η πιο συχνή αιτία νοητικής υστέρησης η οποία μπορεί να προληφθεί.

Ευτυχώς στη χώρα μας η νόσος αυτή έχει εξαλειφθεί με την επιτυχή ενίσχυση του αλατιού με ιώδιο. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι μεγάλο ποσοστό εγκύων (ακόμη και σε μεγάλα αστικά κέντρα) εμφανίζουν οριακή επάρκεια ιωδίου και για το λόγο αυτό πρέπει να καλύπτονται οι αυξημένες ανάγκες (250 μικρογραμμάρια/ημέρα) της εγκύου σε ιώδιο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της κατανάλωσης επαρκών ποσοτήτων ψαριών και της αποφυγής του ορυκτού αλατιού (πχ. αλάτι Ιμαλαΐων) το οποίο δεν είναι ενισχυμένο με ιώδιο.

Ποιες γυναίκες πρέπει να ελέγχονται για πιθανό υποθυρεοειδισμό;

Παρά το ότι τα μέχρι τώρα δεδομένα δε δικαιολογούν το μαζικό προληπτικό έλεγχο (screening) για την ανίχνευση υποθυρεοειδισμού κατά την κύηση, υπάρχουν κάποιες ομάδες γυναικών που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν τη νόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτές είναι όσες έχουν:

  • Ιστορικό υποθυρεοειδισμού, θυρεοειδεκτομής
  • Οικογενειακό ιστορικό θυρεοειδοπάθειας
  • Παρουσία βρογχοκήλης
  • Θυρεοειδικά αυτοαντισώματα (έστω κι αν έχουν φυσιολογικές θυρεοειδικές ορμόνες)
  • Συμπτώματα θυρεοειδικής νόσου
  • Σακχαρώδη διαβήτης τύπου 1
  • Άλλες αυτοάνοσες παθήσεις (πχ. λεύκη)
  • Προηγηθείσα ακτινοβόληση κεφαλής/τραχήλου
  • Υπογονιμότητα
  • Ιστορικό αποβολών ή πρόωρων τοκετών

Αν όχι όλες οι έγκυοι λοιπόν, τουλάχιστον οι γυναίκες που ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες πρέπει να ελέγχονται στις πρώτες εβδομάδες της εγκυμοσύνης με fT4 και TSH. Έτσι, θα αποφευχθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις ενός πιθανού υποθυρεοειδισμού τόσο για την έγκυο όσο και για το αναπτυσσόμενο έμβρυο.

Αναστάσιος Σέρμπης, MD, PhD

Τελευταία ενημέρωση: Δεκέμβριος 2017