headerlogo22

Διαταραχές του πέους

Το πέος αποτελεί μέρος τόσο του ουροποιητικού όσο και του αναπαραγωγικού συστήματος του αγοριού και μετέπειτα του άνδρα. Οποιαδήποτε απόκλιση από το φυσιολογικό αποτελεί παράγοντα άγχους και ανησυχίας για τους γονείς ήδη από τη γέννηση του αγοριού.

Η πλήρης διαφοροποίηση του πέους και του οσχέου στο φυσιολογικό άρρεν έμβρυο ολοκληρώνεται μέχρι τη 12η εβδομάδα ενδομήτριας ζωής και επιτυγχάνεται χάρη στα ανδρογόνα που παράγονται από τους όρχεις του εμβρύου μέσω πολύπλοκων ορμονικών μηχανισμών. Αν για κάποιο λόγο τα επίπεδα των ορμονών αυτών δεν είναι επαρκή, είναι πιθανό να προκύψουν παθολογικές καταστάσεις όπως ο υποσπαδίας και η μικροφαλλία. Από την άλλη, αν τα παραγόμενα ανδρογόνα, είτε κατά την ενδομήτρια ζωή είτε μετά τη γέννηση, είναι υπερβολικά πολλά, μπορεί να προκύψει η λεγόμενη μακροφαλλία (υπερβολικά μεγάλο πέος).

Παρακάτω αναλύονται πιο διεξοδικά οι προαναφερθείσες καταστάσεις. Επιπλέον αναφέρονται κάποια στοιχεία για τη φίμωση έστω κι αν δεν είναι παιδοενδοκρινολογικό θέμα, καθώς αποτελεί (χωρίς λόγο) σημείο διχογνωμίας τόσο μεταξύ των γονιών όσο και μεταξύ των παιδιάτρων.

Υποσπαδίας

Φυσιολογικά η ουρήθρα διαπερνά το πέος καθ’ όλο το μήκος του και καταλήγει στο έξω ουρηθρικό στόμιο το οποίο βρίσκεται στην κορυφή της βαλάνου (το «κεφαλάκι» του πέους). Σε κάποια άρρενα νεογνά ωστόσο, για διάφορους λόγους το έξω ουρηθρικό στόμιο δε βρίσκεται στην κορυφή της βαλάνου αλλά σε κάποιο σημείο κατά μήκος του κάτω τμήματος του πέους μέχρι τη βάση του, στο όσχεο ή ακόμη πιο χαμηλά στο περίνεο (δηλαδή ανάμεσα στο όσχεο και τον πρωκτό).

Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι γονείς και ο παιδίατρος θα διαπιστώσουν ότι τα ούρα του βρέφους δε βγαίνουν από την κορυφή του πέους αλλά από κάποιο άλλο σημείο και η συνήθης καμπύλη που κάνουν όταν το βρέφος ουρεί ξαπλωμένο, είναι μικρότερη ή απουσιάζει τελείως.

Τα προβλήματα που προκύπτουν από τον υποσπαδία είναι αισθητικά αλλά και λειτουργικά και αφορούν τόσο την ούρηση όσο και την εκσπερμάτιση και την τεκνοποίηση μετά την εφηβεία. Αν ο υποσπαδίας είναι ήπιος και η απόκλιση από το φυσιολογικό μικρή, τα προβλήματα είναι περιορισμένα. Αν όμως πρόκειται για οσχεϊκό ή περινεϊκό υποσπαδία, όλες οι σχετικές λειτουργίες γίνονται με μεγάλη δυσκολία. Επιπλέον, σε τέτοιες περιπτώσεις, το νεογνό πρέπει να παραπέμπεται στον παιδοενδοκρινολόγο προς αποκλεισμό αμφίβολων γεννητικών οργάνων.

Η θεραπεία του υποσπαδία είναι χειρουργική. Για τον λόγο αυτόν, το βρέφος πρέπει να παραπέμπεται σε παιδοχειρουργό ή παιδοουρολόγο για εκτίμηση και προγραμματισμό της διόρθωσης του υποσπαδία και των πιθανών συνοδών διαταραχών (πχ. κρυψορχία). Η ιδανική ηλικία είναι μεταξύ 6 και 18 μηνών αλλά η τελική απόφαση είναι του χειρουργού που θα εκτιμήσει συνολικά τα δεδομένα, το μέγεθος του πέους και την έκταση του προβλήματος.

Μικροφαλλία

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει το πέος του νεογνού που έχει φυσιολογική ανατομία και διαμόρφωση αλλά μέγεθος μικρότερο από το φυσιολογικό. Τόσο για τα πρόωρα όσο και για τα τελειόμηνα άρρενα νεογνά υπάρχουν τιμές για το φυσιολογικό μήκος του πέους. Είναι όμως σημαντικό η σχετική μέτρηση να γίνεται από έμπειρο γιατρό καθώς μερικές φορές μπορεί το μήκος του πέους να φαίνεται ψευδώς παθολογικό για διάφορους λόγους. Παράλληλα με το μήκος, σημασία έχει και η περίμετρος του οργάνου, η οποία θα είναι ανάλογη της παρουσίας στυτικού ιστού.

Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, ο σχηματισμός και η εξέλιξη των έξω γεννητικών οργάνων του αγοριού επιτυγχάνονται μέσω των ανδρογόνων και κυρίως μέσω της ενεργής μορφής της τεστοστερόνης που λέγεται διυδροτεστοστερόνη. Είναι πιθανό λοιπόν το μικρό πέος να συνυπάρχει με ανωμαλίες του οσχέου και των όρχεων δεδομένου ότι η φυσιολογική ανδρογόνος δράση συμπεριλαμβάνει κι αυτά τα στοιχεία. Σε τέτοιες περιπτώσεις η συνδρομή του παιδοενδοκρινολόγου είναι απαραίτητη καθώς και σ' αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αμφίβολων έξω γεννητικών οργάνων.

Είναι πολύ σημαντικός ο έγκαιρος εντοπισμός των άρρενων βρεφών με διαταραχές στο μέγεθος του πέους καθώς υπάρχει δυνατότητα θεραπευτικής παρέμβασης στη βρεφική ηλικία για τη βελτίωση του προβλήματος. Δυνατότητα η οποία παύει να υπάρχει από τη στιγμή που το αγόρι εισέλθει στη νηπιακή και παιδική ηλικία.

Είναι πολύ σημαντικό να εξετάζονται από τον παιδίατρο οι διαστάσεις και η διαμόρφωση των γεννητικών οργάνων του αγοριού (όπως βέβαια και του κοριτσιού), όχι μόνο στη βρέφικη ηλικία αλλά και στη συνέχεια, καθώς το παιδί μεγαλώνει και γίνεται έφηβος. Ειδικά για το πέος, υπάρχουν, όπως αναφέρθηκε, ειδικοί πίνακες με τις φυσιολογικές διαστάσεις ανά ηλικία τους οποίους ο επαγγελματίας υγείας πρέπει να συμβουλεύεται για να εντοπίσει αποκλίσεις από το φυσιολογικό (είτε προς τα κάτω - μικροφαλλία, είτε προς τα πάνω - μακροφαλλία) που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την πρώτη ένδειξη σοβαρών νοσημάτων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εκτίμηση της κατάστασης από τον παιδοενδοκρινολόγο είναι επιβεβλημένη.

Φίμωση

Πρόκειται για την αδυναμία αποκάλυψης της βαλάνου (το "κεφαλάκι" του πέους) καθώς η ακροποσθία (το τελικό τμήμα του δέρματος που καλύπτει το πέος) δεν μπορεί να τραβηχτεί προς τα πίσω. Κατά τη νεογνική ηλικία, τα περισσότερα αγόρια εμφανίζουν κάποιου βαθμού φίμωση οπότε και μιλάμε για τη φυσιολογική φίμωση της βρεφικής ηλικίας. Σε ηλικία 3 ετών, ακόμη 1 στα 10 αγοράκια παρουσιάζει φυσιολογική φίμωση ενώ μετά την εφηβεία η ακροποσθία φυσιολογικά έλκεται ελεύθερα προς τα πίσω σε >99% των αρρένων.

Δυστυχώς πολλοί γιατροί και γονείς επιμένουν στην ξεπερασμένη τακτική της συστηματικής έλξης της ακροποσθίας προς τα πίσω για να αποκαλύψουν τη βάλανο, ήδη από τη νεογνική ή τη βρεφική ηλικία. Θεωρούν ότι μ' αυτόν τον τρόπο βοηθούν στην καλύτερη περιποίηση των γεννητικών οργάνων του αγοριού. Αυτό που στην πραγματικότητα πετυχαίνουν ωστόσο είναι να τραυματίσουν την ακροποσθία και τη βάλανο, να προκαλέσουν τη δημιουργία ουλής τοπικά και τελικά να εμφανιστεί παθολογική (δευτεροπαθής) φίμωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί να προκληθεί η λεγόμενη παραφίμωση (αδυναμία επαναφοράς της ακροποσθίας προς τα μπροστά) η οποία αποτελεί χειρουργικό επείγον καθώς μπορεί να προκαλέσει μέχρι και νέκρωση της βαλάνου.

Η φυσιολογική φίμωση δεν πρέπει να μας ανησυχεί και δε χρειάζεται καμία παρέμβαση (τουλάχιστον όχι πριν τα 4-5 χρόνια του παιδιού) καθώς στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων θα υποχωρήσει από μόνη της. Σε περίπτωση παθολογικής φίμωσης (πχ. μετά από τραυματισμό ή βαλανοποσθίτιδες) ή σε υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, η θεραπεία είναι η περιτομή η οποία πρέπει να γίνεται από έμπειρο ουρολόγο ή παιδοουρολόγο. Συζητήστε με τον παιδίατρό σας την πιθανότητα χρήσης τοπικής κορτιζονούχας αλοιφής που «μαλακώνει» τις συμφύσεις.

Αναστάσιος Σέρμπης, MD, PhD

Τελευταία ενημέρωση: Σεπτέμβριος 2020