headerlogo22

Είναι κορωνοϊός, κρύωμα, ίωση ή αλλεργία;

Ξεκίνησαν και πάλι σε πολλά παιδιά τα συμπτώματα από το ανώτερο αναπνευστικό όπως βήχας, συνάχι κλπ. Και αν μέχρι τώρα το ερώτημα ήταν «είναι κρύωμα, ίωση, ή αλλεργία», πλέον, με την πανδημία του κορωνοϊού, η πιο βασική και αγωνιώδης ερώτηση κάθε γονιού είναι «μήπως το παιδί μου έχει κορωνοϊό;». Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτήν την ερώτηση για να ακολουθήσουν οι υπόλοιπες.

Μήπως είναι κορωνοϊός;

Να ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής ότι ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 που προκαλεί τη νόσο COVID-19 έχει συνήθως ήπια κλινική εικόνα στα παιδιά. Είναι όμως σημαντικό να έχουν οι γονείς μία αίσθηση των συμπτωμάτων που μπορεί να προκαλέσει ώστε να είναι ακόμη πιο έντονη η προσπάθεια απομόνωσης των παιδιών σε περίπτωση που, με βάση τα συμπτώματα, υποπτευθούν τη νόσο. Και βεβαίως, για να προλάβουν την (απίθανη) επιδείνωση της κλινικής εικόνας του παιδιού.

Καταρχάς ας δούμε πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη νόσο COVID-19 από το κοινό κρυολόγημα και τη γρίπη, πράγμα που είναι συχνά δύσκολο καθώς και τα τρία νοσήματα προκαλούνται από ιούς και έχουν κοινά συμπτώματα.  Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), «τα συχνότερα συμπτώματα της COVID-19 είναι ο πυρετός, το αίσθημα κόπωσης και ο ξηρός βήχας. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν επίσης μυαλγίες, πονόλαιμο και πιο σπάνια, ρινική συμφόρηση, καταρροή και διάρροια». Τα συμπτώματα αυτά είναι αλήθεια ότι δε μας βοηθούν ιδιαίτερα.

Η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στις παραπάνω παθήσεις είναι η δύσπνοια. Στους ασθενείς με COVID-19 η δύσπνοια εμφανίζεται συνήθως 5-7 μέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, είναι σταδιακά πιο έντονη και μάλιστα μπορεί να δείξει ταχεία επιδείνωση μέσα σε λίγες ώρες. Αντιθέτως, το κοινό κρυολόγημα δεν προκαλεί σχεδόν ποτέ δύσπνοια (μπορεί να προκαλέσει δυσφορία λόγω έντονου μπουκώματος αλλά όχι δύσπνοια) ενώ η γρίπη μπορεί να προκαλέσει δύσπνοια σε παιδιά όταν έχει προχωρήσει σε σοβαρή πνευμονία (είτε από τον ίδιο τον ιό, είτε ως δευτεροπαθής λοίμωξη από μικρόβιο). Και πάλι όμως, η δύσπνοια που προκαλείται είναι πιο ήπια σε σχέση με εκείνη της νόσου COVID-19.

Άλλα συμπτώματα που μπορούν να μας κατευθύνουν είναι η ρινική συμφόρηση και καταρροή, το φτέρνισμα και ο ερεθισμός των οφθαλμών. Από τα μέχρι τώρα δεδομένα, δεν ανευρίσκονται συχνά στη νόσο COVID-19 ενώ είναι πολύ συνηθισμένα στο κοινό κρυολόγημα και στη γρίπη.

Από την άλλη, αν και η ανοσμία (απώλεια όσφρησης) και η αγευσία (απώλεια γεύσης) είναι αρκετά συχνά ευρήματα στην γρίπη ή το κοινό κρυολόγημα, φαίνεται ότι είναι πιο έντονες και με απότομη έναρξη όταν οφείλονται στην COVID-19. Κάποιοι ασθενείς αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι ξαφνικά σταμάτησαν να μυρίζουν ακόμη και το άρωμα που φορούσαν. Επιπλέον, καθώς η μπουκωμένη μύτη και η καταρροή κατά κανόνα απουσιάζουν, οι ασθενείς δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι ξαφνικά «χάνουν» τις μυρωδιές. Σε πολύ πρόσφατη μελέτη μάλιστα, ήταν τόσο εντυπωσιακή η συσχέτιση μεταξύ της οξείας, αιφνίδιας απώλειας όσφρησης με τη λοίμωξη από κορωνοϊό που οι ερευνητές υποστήριξαν ότι άτομα που εμφανίζουν αυτό το σύμπτωμα πρέπει να ελέγχονται οπωσδήποτε για κορωνοϊό, έστω και αν δεν έχουν κανένα άλλο σύμπτωμα.

Στον πίνακα που ακολουθεί, μπορείτε να δείτε σχηματικά τα βασικά συμπτώματα και σημεία της νόσου Covid, του κοινού κρυολογήματος και της γρίπης και πώς αυτά διαφέρουν μεταξύ τους. Εννοείται ότι δεν υπάρχει δυνατότητα απόλυτης διάγνωσης με βάση μόνο την κλινική εικόνα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για παιδιά.

Όσον αφορά τις αλλεργίες, αυτές μπορούν να διαφοροδιαγνωστούν από τον κορωνοϊό καθώς τυπικά εμφανίζονται με ρινική συμφόρηση, διαυγή καταρροή και φτέρνισμα, καθώς και με ερεθισμό των οφθαλμών και δακρύρροια που συνήθως δεν υπάρχουν στον κορωνοϊό. Συχνά προκαλούν συριγμό (σφύριγμα στην αναπνοή), ιδιαίτερα στους ασθενείς με άσθμα. Από την άλλη δε συνδέονται με πυρετό ή μυαλγίες ενώ σπάνια προκαλούν βήχα, εκτός αν υπάρχει έντονη οπισθορρινική καταρροή. Επιπλέον, επηρεάζονται από το περιβάλλον και συνήθως είναι χρόνιες με εξάρσεις και υφέσεις των συμπτωμάτων όπως αναλύεται διεξοδικά παρακάτω.

«Κρύωμα», ίωση ή γρίπη;

Καταρχάς κάποια διευκρινιστικά στοιχεία για το «κρύωμα»: από την πρώτη στιγμή που γεννιέται ένα μωρό, οι γονείς του κατακλύζονται από νουθεσίες για ζεστό ντύσιμο, για καλή θερμοκρασία στο σπίτι, για αποφυγή κρύων χώρων ώστε «το παιδί να μην αρρωστήσει», «να μην αρπάξει κάποιο κρύωμα». Η αίσθηση ότι το κρύο μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα από το αναπνευστικό είναι βαθιά ριζωμένη στη λαϊκή σοφία. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα.

Τα συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσει ένας άνθρωπος όταν εκτεθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες πχ. μπούκωμα, φτέρνισμα, παροδικός βήχας, είναι αποτέλεσμα της προσαρμογής του οργανισμού στις δύσκολες συνθήκες. Καθώς μια από τις λειτουργίες της μύτης μας είναι να ζεσταίνει τον εισπνεόμενο αέρα, τα συμπτώματα αυτά είναι εκδηλώσεις της υπερλειτουργίας της όσο και ολόκληρου του αναπνευστικού συστήματος και υποχωρούν σε λίγα λεπτά μόλις ο άνθρωπος επανέλθει σε καλύτερες περιβαλλοντικές συνθήκες.

Μόνο αν έρθει σε επαφή με κάποιον από τους πάνω από 200 ιούς που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα, θα εμφανίσει τα σημεία και τα συμπτώματα που όλοι γνωρίζουμε δηλαδή καταρροή, πονόλαιμο, βήχα, πυρετό κλπ. τα οποία συνήθως κρατούν για 2-3 μέρες και έχουν σχέση με την αναπαραγωγή του ιού μέσα στα κύτταρα του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (δείτε σχετικά, το βίντεο στο τέλος του θέματος "Γρίπη"). Αυτή η διαδικασία (η λεγόμενη επώαση του ιού) είναι που προκαλεί τα συμπτώματα του κρυολογήματος.

Άρα «κρύωμα» με την έννοια που το περιέγραφαν οι παππούδες και οι γονείς μας ΔΕΝ υπάρχει. Υπάρχει το κοινό κρυολόγημα που ουσιαστικά είναι κάποια από τις πάμπολλες ιώσεις του ανώτερου αναπνευστικού που μπορεί να κολλήσει ένας άνθρωπος κατά τη στενή κοινωνική επαφή με άλλους ανθρώπους που νοσούν από τη συγκεκριμένη ίωση. Ή αλλιώς: αν αφήσουμε ένα παιδί μόνο του σε ένα κρύο δωμάτιο, θα εμφανίσει μια παροδική καταρροή κι αυτό είναι όλο. Αν το βάλουμε μαζί με άλλα δέκα παιδιά που βήχουν και φτερνίζονται σε ένα δωμάτιο (έστω κι αν δεν είναι κρύο), είναι σχεδόν σίγουρο ότι σε 2-3 μέρες (χρόνος επώασης της ίωσης) θα εμφανίσει και το ίδιο τα τυπικά συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος.

Όλα τα παραπάνω δε σημαίνουν βέβαια ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ του κρύου και των ιώσεων. Υπάρχει, αλλά δεν είναι τελείως ξεκάθαρη. Συγκεκριμένα, σε πρόσφατη μελέτη φάνηκε ότι όταν έχουμε χαμηλή θερμοκρασία στη μύτη μας, γινόμαστε πιο επιρρεπείς στην εκδήλωση ιογενών λοιμώξεων. Επίσης, σε σχετικά κρύα και υγρά περιβάλλοντα, φαίνεται ότι το σταγονίδια που μεταφέρουν τις ιώσεις από τον έναν άνθρωπο στον άλλον, μένουν για περισσότερη ώρα στον αέρα με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος μετάδοσης. Για αυτό (κι επειδή μαζευόμαστε περισσότερο σε κλειστούς χώρους) οι ιώσεις μεταδίδονται πιο εύκολα κατά τους χειμερινούς μήνες που υπάρχουν κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες. Και τέλος, πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι παιδιά που δεν ήταν ζεστά ντυμένα, ήταν λίγο πιο επιρρεπή στο να κολλήσουν και να εκδηλώσουν ιώσεις του αναπνευστικού. Άρα, το «βάλε τη ζακέτα σου να μην κρυώσεις» της ελληνίδας μάνας πλέον έχει και επιστημονική τεκμηρίωση!

Τέλος, όσον αφορά τη γρίπη, είναι χαρακτηριστικό ότι στα περισσότερα άτομα εμφανίζεται με συμπτώματα πέρα από το ανώτερο αναπνευστικό. Για παράδειγμα μπορεί να προκαλέσει έντονο και παρατεταμένο πυρετό, μυαλγίες και αρθραλγίες σε όλο το σώμα, βήχα βαθύ και παραγωγικό που δείχνει τη συμμετοχή του κατώτερου αναπνευστικού και, πολύ συχνά στα παιδιά, εκδηλώσεις από το γαστρεντερικό όπως διάρροιες και εμέτους. Σχεδόν ποτέ ωστόσο δε θα υπάρξουν τέτοια συμπτώματα κατά τη διάρκεια ενός κοινού κρυολογήματος.

Ίωση ή αλλεργία;

Όσον αφορά τις ιώσεις και τις αλλεργίες, δεν είναι πάντα εφικτός ο απόλυτος διαχωρισμός τους καθώς πολλές φορές εμφανίζονται με παρόμοια κλινική εικόνα. Επιπλέον, φαίνεται ότι τα αλλεργικά παιδιά εμφανίζουν πιο έντονη και παρατεταμένη κλινική εικόνα όταν κολλούν κάποια ίωση με αποτέλεσμα η κατάσταση να περιπλέκεται ακόμη περισσότερο.

Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά στοιχεία με βάση τα οποία ο γιατρός σας μπορεί να αποφασίσει αν τα συνήθη συμπτώματα (μπούκωμα, φτέρνισμα, βήχας) του παιδιού σας οφείλονται σε ιογενή λοίμωξη ή σε αλλεργία. Τέτοια είναι τα εξής: 

  • Ύπαρξη πυρετού: οι αλλεργίες μπορούν να προκαλέσουν φτερνίσματα, δακρύρροια και ρινική καταρροή καθώς και φαγούρα στα μάτια και τη μύτη. Ωστόσο, δεν μπορούν να προκαλέσουν πυρετό. Ο πυρετός σε συνδυασμό με σταδιακή εμφάνιση μπουκώματος και φαγούρας στα μάτια είναι πιο τυπικός ιογενών λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού
  • Ιστορικό άλλων μελών της οικογένειας ή φίλων του παιδιού: παρόμοια συμπτώματα σε άτομα του οικογενειακού ή σχολικού περιβάλλοντος κατευθύνουν τη σκέψη περισσότερο προς κάτι ιογενές: μήπως στο σχολείο αρκετά παιδιά λείπουν επειδή εμφάνισαν παρόμοια εικόνα ή κάποιο από τα άλλα μέλη της οικογένειας είχε τις τελευταίες 2-3 μέρες παρόμοια συμπτώματα; Εάν ναι, υπάρχει αρκετά μεγάλη πιθανότητα το παιδί σας να έχει κολλήσει την ίδια λοίμωξη και να μην πρόκειται για αλλεργία
  • Διάρκεια των συμπτωμάτων: οι απλές ιογενείς λοιμώξεις έχουν την τάση συνήθως να υποχωρούν μέσα σε 3-5 μέρες, το πολύ μια βδομάδα. Αντίθετα οι αλλεργίες έχουν την τάση να επιμένουν για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, βοηθώντας έτσι στη διαφορική σκέψη
  • Μήπως τα συμπτώματα εμφανίζονται σε συγκεκριμένους χώρους: αν το μπούκωμα και το συνάχι εμφανίζονται μόνο όταν το παιδί είναι σε κήπο με πχ. λεύκες ή κοντά σε χώρους με συγκεκριμένο γρασίδι ή συγκεκριμένα λουλούδια, ή ακόμα και μέσα στο δωμάτιο όταν υπάρχει ένα καινούριο έπιπλο ή κάποιο καινούριο κατοικίδιο είναι πιο πιθανό η εικόνα του να οφείλεται σε κάποια αλλεργική αντίδραση, σε κάποιο αλλεργιογόνο. Αντίθετα μια ιογενής λοίμωξη του αναπνευστικού θα προκαλεί συμπτώματα ανεξάρτητα από το σημείο στο οποίο βρίσκεται το παιδί
  • Εποχικότητα των συμπτωμάτων: είναι γνωστό ότι οι αλλεργίες εμφανίζονται συνήθως την άνοιξη και το φθινόπωρο οπότε υπάρχουν περισσότερα αλλεργιογόνα στο περιβάλλον (γύρη από λουλούδια, δέντρα και φυτά). Βέβαια υπάρχουν και αλλεργίες που εμφανίζονται το καλοκαίρι, για παράδειγμα από μούχλα ή από τσιμπήματα εντόμων. Αντίθετα, συμπτώματα που συνήθως εμφανίζονται το χειμώνα οφείλονται σε ιογενείς λοιμώξεις που μεταφέρονται από παιδί σε παιδί
  • Ηλικία του παιδιού: τα περισσότερα παιδιά που αναπτύσσουν άσθμα, θα έχουν αναπτύξει συμπτώματα μέχρι την ηλικία των 6 ετών. Είναι σπάνια η εμφάνιση παιδικού άσθματος μετά από αυτή την ηλικία κι επομένως συμπτώματα που εμφανίζονται σε μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους συνήθως δεν οφείλονται σε αλλεργικό άσθμα. Παρόμοια, και οι εποχικές αλλεργίες θα έχουν κάνει την εμφάνισή τους συνήθως μέχρι τη σχολική ηλικία
  • Συνοδά συμπτώματα: έχει το παιδί σας άλλα συμπτώματα που μπορούν να κατευθύνουν τη διάγνωση. Για παράδειγμα, είχε στη βρεφική ηλικία βρεφικό έκζεμα, ατοπική δερματίτιδα; Είχε εμφανίσει αλλεργία σε κάποια τροφή (πχ. στο γάλα αγελάδας); Σ' αυτήν την περίπτωση είναι πολύ πιθανό τα συμπτώματα να οφείλονται σε κάποια αλλεργική ρινίτιδα και όχι σε λοίμωξη, καθώς υπάρχει η λεγόμενη «αλλεργική παρέλαση»: βρέφη που εμφάνισαν έκζεμα, είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν καθώς μεγαλώνουν τροφικές αλλεργίες, στη συνέχεια αλλεργική ρινίτιδα και τέλος άσθμα
  • Εικόνα ρινικής βλέννης: αν η βλέννη (μύξα) που βγαίνει από τη μύτη του παιδιού είναι καθαρή και διαυγής, πολύ πιθανό να οφείλεται σε αλλεργία. Αν αντίθετα είναι πηχτή και πρασινοκίτρινη η πιο πιθανή εξήγηση είναι κάποια λοιμώδης αιτία. Και στις δυο περιπτώσεις βέβαια καλό είναι να γίνεται προσπάθεια να καθαρίζει η μύτη με φυσιολογικό ορό και σε μικρότερα παιδιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σύστημα αναρρόφησης. Ανάλογα με τις οδηγίες του παιδιάτρου σας, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ρινικά σπρέι με τοπικά αποσυμφορητικά, αντιισταμινικά ή κορτικοστεροειδή για την καλύτερη αντιμετώπιση της ρινικής συμφόρησης (μπούκωμα)
  • Οικογενειακό ιστορικό: αν ο ένας από τους δύο γονείς έχει ιστορικό αλλεργιών, υπάρχει 25-30% αυξημένη πιθανότητα και το παιδί να εμφανίσει κάποια αλλεργία. Αν και οι δυο γονείς έχουν αλλεργική προδιάθεση τότε ή αυξημένη πιθανότητα φτάνει στο 70%. Άρα το οικογενειακό αλλεργικό ιστορικό παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση αλλά και στη μελλοντική εξέλιξη αλλεργιών στο παιδί

Σημειώνεται για μία ακόμη φορά ότι τα παιδιά περνούν συνήθως ήπια τη νόσο COVID-19 οπότε δε χρειάζεται να αγχώνεστε υπερβολικά αν το παιδί σας έχει κάποιο από τα παραπάνω συμπτώματα. Αν ωστόσο αρχίσει να εμφανίζει κάποιο σοβαρό σύμπτωμα όπως πυρετό που επιμένει, έντονο ξηρό βήχα ή ακόμη περισσότερο, δύσπνοια, ταχύπνοια και κυάνωση (μπλε χροιά στα χείλια και κάτω από τα νύχια) απαιτείται η άμεση επικοινωνία με τον παιδίατρό σας για περαιτέρω οδηγίες.

Αναστάσιος Σέρμπης, MD, PhD

Τελευταία ενημέρωση: Απρίλιος 2021